συναδόλεσχος

συναδόλεσχος
συνᾱδόλεσχ-ος, ,
A companion, Sammelb.343, cf. 1990 (where συναδελ-).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συναδόλεσχος — και συναδολέσχης, ὁ, Α αυτός που ανήκει στον ίδιο κύκλο, στην ίδια παρέα με άλλον, σύντροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀδόλεσχος / ἀδολέσχης* «φλύαρος»] …   Dictionary of Greek

  • συναδολεσχώ — έω, Α [συναδόλεσχος] συναναστρέφομαι κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”